ντελαλίζω

ντελαλίζω
και ντελαλώ και τελαλίζω και τελαλώ [ντελάλης]
1. διαλαλώ, διατυμπανίζω
2. μτφ. διαδίδω μυστικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τελαλώ — άω, Ν βλ. ντελαλίζω …   Dictionary of Greek

  • τελαλίζω — τελάλισα, τελαλίστηκα, και ντελαλίζω ντελάλισα, ντελαλίστηκα, τελαλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”