Dictionary of Greek. 2013.
τελαλώ — άω, Ν βλ. ντελαλίζω … Dictionary of Greek
τελαλίζω — τελάλισα, τελαλίστηκα, και ντελαλίζω ντελάλισα, ντελαλίστηκα, τελαλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)